Η διάγνωση γίνεται με την κλινική εξέταση του Ουρολόγου. Εάν είναι αδύνατη η αποκάλυψη της βαλάνου, θα πρέπει ο ασθενής να είναι ενήμερος ότι μπορεί να υπάρχουν και άλλες παθολογικές αλοιώσεις που υποκρύπτονται, όπως κονδυλώματα, έλκη ή – σπανίως – καρκινώματα του πέους. Αν η ακροποσθία έχει “κλείσει” εντελώς, είναι δυνατόν το άτομο (συνήθως υπερήλικο) να αδυνατεί να ουρήσει (επίσχεση ούρων).
Θεραπεία
Η θεραπεία της φίμωσης πέους είναι χειρουργική. Η επέμβαση που εκτελείται είναι γνωστή ως περιτομή και συνίσταται στην αφαίρεση της ακροποσθίας.
Αν υπάρχει απλώς ένας ινώδης δακτύλιος που δυσκολεύει το “κατέβασμα” της ακροποσθίας και ενδεχομένως ενοχλεί όταν το πέος είναι σε στύση, τότε εκτελείται απλή σχάση του δακτυλίουχωρίς να θυσιάζεται η ακροποσθία.
Σε πολύ επιβαρυμένα άτομα, ή σε επείγουσες καταστάσεις εκτελείται ραχιαία σχάση της ακροποσθίας, ώστε να αρθεί ταχέως το πρόβλημα χωρίς να χάνεται χρόνος.
Ορισμένοι Ουρολόγοι αποφεύγουν την εκτέλεση περιτομής, διότι έτσι θυσιάζεται το δέρμα της ακροποσθίας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δερματικό μόσχευμα σε επεμβάσεις αποκατάστασης στενωμάτων της ουρήθρας μετά από τραυματισμούς. Δεδομένου ότι σήμερα συνήθως χρησιμοποιείται βλεννογόνος από την εσωτερική πλευρά της παρειάς (μάγουλο), η άποψη αυτή τείνει να εγκαταλειφθεί.
Στα βρέφη και τα μικρά παιδιά υπάρχει «φυσιολογικά» φίμωση, αφού η ακροποσθία είναι συμφυμένη με τη βάλανο κατά τη γέννηση. Αν υπάρχουν φλεγμονές συνήθως καταφεύγουμε στη χρήση κορτιζονούχων αλοιφών που διορθώνουν το πρόβλημα. Το βίαιο «κατέβασμα» ή οι διαστολές τραυματίζουν και πρέπει να αποφεύγονται διότι επιτείνουν το πρόβλημα. Αν το παιδί εμφανίζει υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, η περιτομή έχει απόλυτη ένδειξη.