Η στύση φυσιολογικά εμφανίζεται ως απάντηση σε σωματικό ή ψυχολογικό ερεθισμό. Ο ερεθισμός προκαλεί χαλάρωση και διάταση των αγγείων και λείων μυών του πέους με αποτέλεσμα την αύξηση της αιματικής ροής προς τα σηραγγώδη σώματα του πέους. Ακολούθως το πέος διογκώνεται και σκληραίνει. Μετά τον ερεθισμό το αίμα εξέρχεται του πέους και το όργανο επιστρέφει στην πρότερη, χαλαρή κατάστασή του.
Ο πριαπισμός επέρχεται όταν κάποιο στοιχείο των ανωτέρω μηχανισμών – το αίμα, τα αιμοφόρα αγγεία, οι λείοι μυς ή τα νεύρα – διαταράσσει την κυκλοφορία του αίματος στο όργανο με αποτέλεσμα η στύση να παρατείνεται. Μολονότι συχνά το υποκείμενο αίτιο του πριαπισμού δε μπορεί να ανακαλυφθεί, αρκετές καταστάσεις φαίνεται ότι παίζουν ρόλο στην εμφάνισή του.
Αιματολογικές παθήσεις
Ασθένειες του αίματος μπορεί να συμβάλλουν στην πρόκληση πριαπισμού, συνήθως ισχαιμικού όπου το αίμα δεν μπορεί να απομακρυνθεί από το πέος. Οι παθήσεις αυτές είναι:
- Δρεπανοκυτταρική αναιμία
- Λευχαιμία
- Άλλες δυσκρασίες του αίματος, όπως θαλασσαιμία, πολλαπλούν μυέλωμα και άλλες
Η πιο συχνή διάγνωση σε παιδιά και νέους άνδρες είναι η δρεπανοκυτταρική αναιμία.
Φάρμακα
Ο πριαπισμός, συνήθως ισχαιμικός, μπορεί να αποτελεί ανεπιθύμητη ενέργεια φαρμάκων, όπως:
- Αγγειοδραστικών ουσιών που χορηγούνται με ένεση στα σηραγγώδη σώματα του πέους, όπως αλπροσταδίλη, παπαβερίνη, φαιντολαμίνη κ.α.
- Αντικαταθλιπτικά, όπως φλουοξετίνη, βουπροπιόνη και σερτραλίνη
- Α-αδρενεργικοί αποκλειστές, όπως πραζοσίνη, τεραζοσίνη, δοξαζοσίνη και ταμσουλοσίνη
- Ουσίες που χορηγούνται για αγχώδεις διαταραχές ή ψυχώσεις, όπως υδροξυζίνη, ρισπεριδόνη, ολανζαπίνη, λίθιο, κλοζαπίνη, χλωροπρομαζίνη και θειοριδαζίνη
- Αντιπηκτικά, όπως βαρφαρίνη και ηπαρίνη
- Ορμόνες, όπως τεστοστερόνη και γοναδοεκλυτίνη
- Ουσίες που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του συνδρόμου ελειμματικής προσοχής/υπερδραστηριότητας (ADHD), όπως η ατομοξετίνη
Αλκοόλ και ναρκωτικά
Το αλκοόλ, η μαριχουάνα, η κοκαΐνη και άλλα παραισθησιογόνα ναρκωτικά μπορούν να προκαλέσουν πριαπισμό, κυρίως ισχαιμικού τύπου.
Κακώσεις
Μια συνήθης αιτία μη ισχαιμικού πριαπισμού είναι το τραύμα στο πέος, την πύελο ή το περίνεο, δηλαδή της περιοχής μεταξύ πέους και πρωκτού.
Άλλοι παράγοντες
Άλλες αιτίες πριαπισμού μπορεί να είναι:
- Δάγκωμα αράχνης, σκορπιού ή άλλες δηλητηριάσεις
- Μεταβολικές διαταραχές, όπως ουρική αρθρίτιδα ή αμυλοείδωση
- Νευρολογικές διαταραχές, όπως κάκωση νωτιαίου μυελού ή σύφιλη
- Καρκίνος στο πέος
Θεραπεία
Ο ισχαιμικός πριαπισμός χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση διότι μπορεί να έχει σημαντικές επιπλοκές σε ότι αφορά τη στυτική λειτουργία. Η πολύωρη (άνω των 24 ωρών) υποξία του πέους προκαλεί ανεπανόρθωτες βλάβες στο στυτικό ιστό που οδηγούν σε μόνιμη στυτική δυσλειτουργία.
Η θεραπεία συνίσταται στην χορήγηση τερβουταλίνης από το στόμα ή, συνηθέστερα, την ενδοσηραγγώδη χορήγηση φαινυλεφρίνης, συχνά σε συνδυασμό με αφαίμαξη του πέους. Αποτυχία των μεθόδων αυτών θα ακολουθηθεί από χειρουργικούς χειρισμούς υπό αναισθησία. Καταρχήν εκτελούνται τα λεγόμενα άπω shunts, κυρίως με τη χρήση νυστεριού (κατά Ebbehoj) ή tru-cut βελόνης (κατά Winter).
Μπορεί να χρειαστεί επιπλέον διαστολή του πόρου με μεταλλικό διαστολέα ή να εκτελεστούν πιο σύνθετες χειρουργικές επεμβάσεις. Η εξέλιξη του πριαπισμού, ιδίως άνω των 24 ωρών, μπορεί να παρακολουθηθεί με έγχρωμο υπερηχογράφημα (triplex) πέους.
Σε πολύ παραμελημένες καταστάσεις (πριαπισμούς άνω των 3 ημερών) ορισμένοι ερευνητές προτείνουν την απευθείας τοποθέτηση πεϊκής πρόθεσης με πολύ καλύτερα αποτελέσματα έναντι της καθυστερημένης τοποθέτησης σε ένα πολύ ινώδες πέος.
Ο μη ισχαιμικός πριαπισμός δε συνιστά επείγουσα κατάσταση αφού δεν υπάρχει ισχαιμία. Συνήθως ήπια αναλγησία ή και απλή παρακολούθηση επαρκεί για την ύφεση της κατάστασης. Σε ασθενείς που επιλέγουν επεμβατική θεραπεία διενεργείται εκλεκτικός εμβολισμός με απορροφήσιμα υλικά, όπως αυτόλογο θρόμβο ή gelfoam.
Ο υποτροπιάζων πριαπισμός αποτελεί θεραπευτική πρόκληση. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί επιθετική θεραπεία με κετοκοναζόλη, αντι-ανδρογόνα και LHRH-αγωνιστές. Πρόσφατα, σε προεφήβους και σε ασθενείς με δρεπανοκυτταρική αναιμία, προτάθηκε η συστηματική χορήγηση αναστολέων PDE-5 με καλά αποτελέσματα.

