Καλοήθης Υπερπλασία Προστάτη
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Καλοήθης υπερπλασία του προστάτη (ΚΥΠ) καλείται η διόγκωση του προστάτη αδένα, που οφείλεται στην ανάπτυξη ενός αδενώματος εντός του προστάτη αδένα.
Η κατάσταση εμφανίζεται σε άνδρες συνήθως άνω των 50 ετών, ενώ σε άνδρες άνω των 70 ετών είναι παρούσα περίπου στο 80%.
Τι συμπτώματα παρουσιάζει η Καλοήθης Υπερπλασία Προστάτη;
Τα συμπτώματα που σχετίζονται με την καλοήθη υπερπλασία του προστάτη εγκαθίστανται σταδιακά. Για το λόγο αυτό άλλωστε, πολλοί τα εκλαμβάνουν ως “φυσιολογικό” φαινόμενο που σχετίζεται με τη γήρανση.
Τα κυρίαρχα ενοχλήματα είναι:
- αδύναμη και διακοπτόμενη ροή των ούρων
- δυσκολία στην έναρξη της ούρησης (δυσουρία)
- συχνουρία
- αίσθημα ατελούς αδειάσματος της κύστης (κατακράτηση ούρων)
- απότομη και επείγουσα ανάγκη για ούρηση (επιτακτική ούρηση)
- απώλεια ούρων (ακράτεια)
- αφύπνιση τη νύκτα για ούρηση (νυκτουρία)
- ενόχληση και κάψιμο κατά την ούρηση, ιδίως αν συνυπάρχει ουρολοίμωξη
- αίμα στα ούρα
- πλήρης αδυναμία ούρησης (επίσχεση ούρων)
Σε επιπλεγμένες περιπτώσεις μπορεί επίσης να αναπτυχθούν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, πέτρες στην ουροδόχο κύστη ή και νεφρική βλάβη (αποφρακτική ουροπάθεια).
Πού οφείλεται η Καλοήθης Υπερπλασία Προστάτη;
Η αιτιολογία της νόσου δεν είναι ακριβώς γνωστή. Η κρατούσα άποψη είναι ότι σχετίζεται με αύξηση της ευαισθησίας των αδενικών κυττάρων του προστάτη στην επίδραση των ανδρογόνων (τεστοστερόνη). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον υπέρμετρο πολλαπλασιασμό και μεγέθυνση των αδενοκυττάρων και, παράλληλα, την επιβράδυνση του τερματισμού του κύκλου ζωής τους (αδενική υπερπλασία). Το ίδιο παρατηρείται και στο στρώμα του προστάτη, που αποτελείται από ινώδη και λεία μυϊκά κύτταρα (στρωματική υπερπλασία), υπό την επίδραση αυξητικών παραγόντων.
Η ανατομική περιοχή του προστάτη που πρώτη διογκώνεται είναι αυτή που περιβάλλει την ουρήθρα (περιουρηθρική ζώνη), ενώ στη συνέχεια επεκτείνεται και στη γύρω περιοχή (μεταβατική ζώνη). Καθώς το μέγεθος του αδενώματος αυξάνει, η ουρήθρα σταδιακά στραγγαλίζεται από αυτό κι έτσι η αποβολή των ούρων δυσκολεύει.
Διάγνωση
Η διάγνωση της πάθησης στηρίζεται καταρχήν στη λήψη καλού ιστορικού. Το ιατρικό ιστορικό είναι πολύ σημαντικό γιατί ποσοτικοποιεί τη βαρύτητα των συμπτωμάτων. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται ειδικά ερωτηματολόγια, όπως ο Διεθνής Δείκτης Συμπτωμάτων του Προστάτη (International Prostate Symptom Score, IPSS). Η αντικειμενική εκτίμηση της βαρύτητας των συμπτωμάτων σκοπό έχει να υποβοηθήσει την επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας, φαρμακευτικής ή χειρουργικής, και την αποφυγή άσκοπης ταλαιπωρίας του ασθενή.
Απαραίτητη είναι επίσης η λεπτομερής κλινική εξέταση του ασθενή και ιδιαίτερα η δακτυλική εξέταση του προστάτη από το ορθό. Η εξέταση αυτή, μολονότι όχι ιδιαίτερα ευχάριστη για τον άνδρα, είναι αναγκαία για να εκτιμηθεί η σύσταση και το μέγεθος του προστάτη και να αναγνωριστούν τυχόν ύποπτες για καρκίνο του προστάτη περιοχές.
Ποια διαγνωστικά μέσα χρησιμοποιούνται;
Το υπερηχογράφημα του προστάτη, είτε διακοιλιακό, είτε διορθικό (προτιμότερο) είναι ένα απαραίτητο διαγνωστικό εργαλείο. Ο υπέρηχος απεικονίζει το όργανο ευκρινώς, μας πληροφορεί για τις ακριβείς του διαστάσεις και την παρουσία διόγκωσης, ανωμαλιών, επασβεστώσεων ή ύποπτων καρκινικών εστιών, καθώς και για την κατάσταση των σπερματοδόχων κύστεων. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος επίσης περιλαμβάνει τον έλεγχο των νεφρών και της κύστης πριν και μετά την ούρηση. Η μέτρηση του υπολειπόμενου όγκου ούρων μετά την ούρηση είναι εξαιρετικά σημαντική και πρέπει να διενεργείται πάντα.
Ο ασθενής θα πρέπει επίσης να υποβάλλεται σε εργαστηριακές (μικροβιολογικές) εξετάσεις που σκοπό έχουν:
- την εκτίμηση των ούρων (γενική ούρων)
- τον έλεγχο της νεφρικής λειτουργίας (ουρία και κρεατινίνη ορού)
Πολύ σημαντικός είναι και ο προσδιορισμός του Προστατικού Ειδικού Αντιγόνου (PSA) στο αίμα. Η αύξηση του δείκτη αυτού μπορεί να υποδηλώνει την ύπαρξη καρκίνου στον προστάτη.
Η ουροροομετρία είναι η αντικειμενική καταγραφή της ροής των ούρων με ειδικό μηχάνημα (ροόμετρο). Μπορεί να παράσχει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με το τρόπο ούρησης και το βαθμό της απόφραξης που προκαλεί ο διογκωμένος προστάτης. Είναι απαραίτητη σε κάθε ασθενή που αιτιάται συμπτώματα από το κατώτερο ουροποιητικό.
Αν ο ασθενής είναι κάτω των 50 ετών ή πάσχει από νευρολογικό νόσημα μπορεί να χρειαστεί να εκτελεστεί και ουροδυναμικός έλεγχος. Η ουροδυναμική μελέτη είναι απαραίτητη πριν εκτελεστεί χειρουργική επέμβαση σε παρόμοια περιστατικά, καθώς και σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται καλά στη χορηγούμενη αγωγή.
Ο ενδοσκοπικός έλεγχος της ουρήθρας και της κύστης (ουρηθροκυστεοσκόπηση) εκτελείται επιλεκτικά σε περιπτώσεις αιματουρίας, λιθίασης της κύστης ή όπου ο Ουρολόγος θέλει να αποκλείσει άλλη αιτία απόφραξης (π.χ. στένωμα της ουρήθρας).
Θεραπεία
Σε ασυμπτωματικούς ασθενείς ή ασθενείς με πολύ ήπια συμπτώματα μπορεί να επιλεγεί η απλή παρακολούθηση, συνήθως σε ετήσια βάση. Αρχικά συνιστώνται αλλαγές στη διατροφή και τον τρόπο ζωής, όπως και απώλεια βάρους, ώστε να περιοριστούν τα συμπτώματα. Συνιστάται ο περιορισμός της κατανάλωσης αλκοόλ (μπύρα, κόκκινο κρασί, σκληρά ποτά), καθώς και η αποφυγή πικάντικων, καυτερών και όξινων τροφών. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο περιορισμός της κατανάλωσης υγρών πριν τον ύπνο για τη βελτίωση της νυκτουρίας. Συχνά προτείνονται σκευάσματα φυτικής προέλευσης, όπως η serenoa repens (saw palmetto), η τσουκνίδα (urtica dioica), οι φυτοστερόλες, το επιλόβιο και το pygeum africanum.
Κατά την εξέλιξη της νόσου συνήθως χορηγείται ένας α-αδρενεργικός αποκλειστής, όπως τεραζοσίνη, δοξαζοσίνη, αλφουζοσίνη, ταμσουλοσίνη και σιλοδοσίνη. Η συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή επιδρά κυρίως στη ροή των ούρων και μάλιστα εντός 2 εβδομάδων. Κυριότερες παρενέργειες η υπόταση, η ρινική συμφόρηση και οι διαταραχές εκσπερμάτισης (ασπερμία).
Αν το μέγεθος του προστάτη είναι μεγάλο ή η ανταπόκριση στη μονοθεραπεία δεν είναι η επιθυμητή, στην αγωγή προστίθεται και ένας αναστολέας του ενζύμου 5-α ρεδουκτάση, όπως φιναστερίδη και δουταστερίδη. Τα φάρμακα αυτά μικραίνουν τον όγκο του προστάτη έως και 30% σε χρονικό διάστημα 6 μηνών. Παρενέργειες η ελάττωση της libido και η στυτική δυσλειτουργία.
Σε περιπτώσεις όπου προεξάρχουν τα συμπτώματα αποθήκευσης των ούρων μπορεί επίσης να χορηγηθούν αντιχολινεργικοί παράγοντες (τολτεροδίνη, σολιφενακίνη, φεσοτεροδίνη) ή β3-διεγέρτες (μιραβεγρόνη), μόνοι ή σε συνδυασμό α-αποκλειστές, ώστε να επιτευχθεί ακόμη καλύτερη συμπτωματική ανακούφιση. Οι ασθενείς που λαμβάνουν αντιχολινεργικά πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά, διότι υπάρχει κίνδυνος επιδείνωσης της ροής και του υπολειπομένου όγκου ούρων. Στις παρενέργειες των αντοχολινεργικών συγκαταλέγονται η ξηροστομία, η δυσκοιλιότητα, η ρινοφαρυγγίτιδα και η ζάλη.
Σε ασθενείς που αναφέρουν και ταυτόχρονη στυτική δυσλειτουργία είναι εφικτή η καθημερινή χορήγηση ταδαλαφίλης 2,5 ή 5mg, είτε ως μονοθεραπεία, είτε σε συνδυασμό με άλλους φαρμακευτικούς παράγοντες.
Σε περιπτώσεις όπου τα συμπτώματα ταλαιπωρούν ιδιαίτερα τον ασθενή, όπου ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στα φάρμακα, σε λιθίαση της κύστης, μαζική αιματουρία, επανειλημμένες ουρολοιμώξεις ή προϊούσα νεφρική βλάβη συνιστάται χειρουργική αντιμετώπιση. Οι διαθέσιμες επιλογές είναι:
- Διουρηθρική προστατεκτομή (TURP), μονοπολική ή διπολική (TURIS): θεωρείται ο «χρυσός κανόνας» της χειρουργικής θεραπείας της ΚΥΠ
- Laser εκπυρήνιση του προστάτη (μέθοδος HOLEP, μέθοδος THULEP κ.α.): πλεονεκτεί σε πολύ μεγάλους προστάτες και άτομα με αιμορραγική διάθεση
- Διουρηθρική εξάχνωση του προστάτη (TUVP): μπορεί να γίνει είτε μονοπολικά, είτε διπολικά (μέθοδος TURIS), είτε με χρήση ενέργειας laser (Greenlight)
- Ανοικτή προστατεκτομή, ή ορθότερα αδενεκτομή, με διακυστική προσπέλαση ή κατά Millin
- Θερμοθεραπεία υδρατμών (μέθοδος REZUM): συνήθως προτιμάται σε μικρούς προστάτες και νέους ασθενείς που επιθυμούν διατήρηση της εκσπερμάτισης
- Διουρηθρική αυχενοτομή (BNI ή TUIP), σε περιπτώσεις υπερτροφικού αυχένα χωρίς αξιόλογη διόγκωση προστάτη και σε νέους ασθενείς που επιθυμούν διατήρηση της εκσπερμάτισης
- Αναδυόμενες τεχνικές: ανάρτηση προστατικής ουρήθρας (μέθοδος Uro-lift), λαπαροσκοπική ή ρομποτική προστατεκτομή ή MISP (LSP, RASP), Aquablation, εμβολισμός προστατικών αρτηριών.
Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνήστε με τον έμπειρο Ουρολόγο- Ανδρολόγο Δρ. Ιωάννη Ζούμπο.