Διαταραχή μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας

ΕΝΟΤΗΤΕΣ

    διαταραχη μειωμενησ σεξουαλικησ επιθυμιασ
    Ο ορισμός και η ποσοτικοποίηση της ερωτικής επιθυμίας είναι γενικώς δύσκολη. Όπως είναι γνωστό, η γενετήσια διάθεση (γνωστή και ως libido)  συνιστά μια ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία που μπορεί να επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Σύμφωνα με τον πιο πρόσφατο ορισμό του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου Ψυχικών Διαταραχών (DSM-V) ως διαταραχή μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας (ΔΜΣΕ) χαρακτηρίζεται η «επίμονη ή υποτροπιάζουσα ελάττωση (ή απουσία) σεξουαλικών σκέψεων ή φαντασιώσεων και υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας».

    Για να θεωρηθεί ως η κύρια διάγνωση του ασθενή θα πρέπει να απουσιάζουν άλλα σεξουαλικά ζητήματα, όπως π.χ. στυτική δυσλειτουργία. Η ακριβής συχνότητα της κατάστασης στο γενικό πληθυσμό είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, ωστόσο σε μια πρόσφατη Γερμανική μελέτη υπολογίστηκε στο 4,7%.

     

    Από τι προκαλείται η διαταραχή μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας;

    Στην αιτιολογία της κατάστασης φαίνεται ότι αλληλοδιαπλέκονται ποικίλοι οργανικοί (βιολογικοί), ψυχολογικοί και κοινωνικο-θρησκευτικοί παράγοντες. Είναι πολλές φορές δύσκολο να ξεχωρίσει ο κλινικός γιατρός πού αρχίζει ο ένας και που τελειώνει ο άλλος. Ακολούθως, θα γίνει αναφορά στις βασικότερες πτυχές της αιτιολογίας, αλλά και στους παράγοντες κινδύνου της ΔΜΣΕ.

     

    Ψυχικοί παράγοντες

    Η έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας είναι το συχνότερο πρόβλημα το οποίο αναφέρουν τα ζευγάρια στην ψυχοσεξουαλική συμβουλευτική. Κλινικές μελέτες έδειξαν ότι η ΔΜΣΕ στον άνδρα προάγεται από παράγοντες όπως το άγχος, η κατάθλιψη και η αναπαραγωγή αρνητικών σκέψεων κατά την ερωτική πράξη (π.χ. ανησυχία για την επίτευξη στύσης, έλλειψη ερωτικών σκέψεων, αισθήματα ντροπής ή ενοχής, θρησκευτικοί ή άλλοι περιορισμοί σχετικά με τη σεξουαλικότητα).

    Η υποτονική σεξουαλική επιθυμία μπορεί να είναι αποτέλεσμα ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων (φόβος, ανασφάλεια, οργή) που δημιουργούνται στα πλαίσια μιας περιόδου κρίσης που αντιμετωπίζει το άτομο. Η έλλειψη επικοινωνίας και σεξουαλικού ενδιαφέροντος από την ερωτική σύντροφο σχετίζεται επίσης με ΔΜΣΕ στον άνδρα. Γενικότερα, σημαντικές αποκλίσεις της σεξουαλικής επιθυμίας ανάμεσα στους δύο συντρόφους φαίνεται ότι μεγεθύνουν το πρόβλημα της ΔΜΣΕ στον άνδρα, δημιουργώντας περαιτέρω προβλήματα στη σχέση του ζευγαριού.

    Σπανιότεροι, αλλά σημαντικοί, ψυχικοί παράγοντες είναι επίσης η σεξουαλική κακοποίηση του ατόμου κατά το παρελθόν, καθώς επίσης και η μετατραυματική αγχώδης διαταραχή (post-traumatic stress disorder, PTSD). Η ΔΜΣΕ μπορεί επίσης να αφορά το body-building και διατροφικές διαταραχές (π.χ. ανορεξία).

     

    Οργανικοί παράγοντες

    Η τεστοστερόνη φαίνεται ότι διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη δημιουργία της σεξουαλικής επιθυμίας. Ωστόσο, ιδιαίτερα σε άνδρες μεγάλης ηλικίας, τα επίπεδα της τεστοστερόνης δεν είναι ευθέως ανάλογα με τη σεξουαλική επιθυμία του ατόμου. Υπάρχουν ενδείξεις ότι στη σεξουαλική επιθυμία ρόλο παίζουν επίσης οι ορμόνες του θυροειδούς, αλλά και η ωκυτοκίνη.

    Συνοπτικά, οι οργανικοί παράγοντες που σχετίζονται με ΔΜΣΕ είναι:

    Διαταραχή μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας

     

    Διαταραχή μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας: Παράγοντες κινδύνου

    Διάφορες μελέτες έχουν συσχετίσει την εμφάνιση ΔΜΣΕ με την αύξηση της ηλικίας του άνδρα και συγκεκριμένα την ηλικία άνω των 60 ετών. Η κακή γενική υγεία του άνδρα, το κάπνισμα και τα αγγειακά προβλήματα φάνηκαν να αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης ΔΜΣΕ. Η στυτική δυσλειτουργία, η πρόωρη εκσπερμάτιση, αλλά και τα συμπτώματα ούρησης (υπερπλασία προστάτη) έχουν συσχετιστεί με την ΔΜΣΕ.

    Υψηλή πιθανότητα ΔΜΣΕ παρατηρήθηκε σε άνδρες με λιγότερα από 2 παιδιά, που πήραν διαζύγιο ή αντιμετώπισαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα κατά τα τελευταία 3 έτη. Το ίδιο διαπιστώθηκε και σε άνδρες που είχαν λιγότερες από μια σεξουαλικές συνευρέσεις την εβδομάδα και χαμηλή συχνότητα αυνανισμού. Επίσης, υψηλότερη πιθανότητα ΔΜΣΕ είχαν άνδρες με χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανησυχίες για το μέλλον τους και θεώρηση του να κάνει σεξ ως μη σημαντικού ή έχοντος φθίνουσα πορεία με το χρόνο.

     

    Διαγνωστικός έλεγχος για διαταραχή μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας

    Το βασικότερο εργαλείο για την ποσοτικοποίηση της βαρύτητας της ΔΜΣΕ είναι η χρήση ειδικών ερωτηματολογίων. Το Sexual Desire Inventory (SDI) είναι ερωτηματολόγιο 14 ερωτήσεων που εκτιμά την ισχύ, τη συχνότητα και της σημασία της σεξουαλικής επιθυμίας ενός ατόμου είτε για συνεύρεση με άλλα άτομα, είτε μόνο του.

    Η λήψη ενός αναλυτικού ιατρικού και ψυχοσεξουαλικού ιστορικού είναι καθοριστικής σημασίας. Η εκτίμηση του ατόμου για συμπτώματα κατάθλιψης, καθώς και διαπροσωπικών προβλημάτων (π.χ. στη σχέση με τη σύντροφο) πρέπει να γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις. Επίσης, η διάγνωση πυροδοτικών μηχανισμών άγχους και του δυσλειτουργικού τρόπου σκέψης.

    Εφόσον υπάρχουν συνοδά συμπτώματα, θα πρέπει να διενεργείται ένας αναλυτικός ορμονολογικός έλεγχος με προσδιορισμό τεστοστερόνης, θυρεοειδικών ορμονών και προλακτίνης.

    Διαταραχή μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας: Θεραπεία

     

    Ψυχοσεξουαλική παρέμβαση

    Η ψυχοσεξουαλική υποστήριξη του ατόμου από ειδικούς σεξολόγους / σεξοθεραπευτές φαίνεται ότι βοηθά, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν ισχυρά επιστημονικά δεδομένα για το πόσο ωφελεί. Μπορεί να εφαρμοστεί γνωσιακή και συμπεριφορική θεραπεία, καθώς και τεχνικές «ενσυνειδητότητας» (mindfulness).

    Εφόσον πρόκειται για ζευγάρι, ίσως μεγάλης ηλικίας, δίνεται έμφαση στη δυναμική του και κυρίως στην ανίχνευση αποκλίσεων στη σεξουαλική επαφή των συντρόφων, που μπορεί και να αποτελούν ένα φυσιολογικό γεγονός στην εξέλιξη της σχέσης τους. Δίνοντας βαρύτητα στο ζευγάρι και όχι στο άτομο μειώνεται ο στιγματισμός του άνδρα και προσδίδεται μια νέα δυναμική στη σεξουαλική ζωή του ζευγαριού.

     

    Φαρμακευτική αγωγή

    Εφόσον η ελαττωμένη επιθυμία για σεξουαλική δραστηριότητα οφείλεται σε ανεπάρκεια τεστοστερόνης, θα πρέπει να γίνεται χορήγηση τεστοστερόνης εξωγενώς. Οι διαθέσιμες φαρμακοτεχνικές μορφές τεστοστερόνης είναι:

    • Δισκία
    • Διαδερμική γέλη
    • Ενέσιμα
    • Υποδόρια εμφυτεύματα (μη διαθέσιμα στη χώρα μας)

    Σκοπός της θεραπείας για τη διαταραχή μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας η επαναφορά και διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων τεστοστερόνης. Κλινικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι η υποκατάσταση τεστοστερόνης σταδιακά (εντός 6 μηνών) βελτιώνει τη σεξουαλική επιθυμία και επαναφέρει τις σεξουαλικές σκέψεις και τελικά, τη σεξουαλική επαφή.

    Η υπερπρολακτιναιμία είναι μια άλλη αιτία για τη μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας, ιδίως όταν οφείλεται σε αδένωμα της υπόφυσης. Μέσω προσδιορισμού της προλακτίνης στο αίμα και μαγνητικής τομογραφίας στο τουρκικό εφίππιο (υπόφυση) τίθεται εύκολα διάγνωση.

    Η θεραπεία είναι φαρμακευτική και συνίσταται στη χορήγηση αγωνιστών ντοπαμίνης (καβεργολίνη, βρωμοκρυπτίνη κ.α.). Εφόσον ενδεχομένως συνυπάρχουν και άλλες διαταραχές (π.χ. υπερ ή υποθυρεοειδισμός), αυτές θα πρέπει να διορθώνονται επίσης.

    Η φαρμακευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης ή αγχώδους διαταραχής σε συνεργασία με ψυχίατρο προσφέρει όφελος. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αρκετά αντικαταθλιπτικά έχουν ανεπιθύμητες δράσεις τόσο στη σεξουαλική διάθεσή όσο και τη στύση. Προτιμώνται λοιπόν σκευάσματα με λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες στο σεξουαλικό τομέα όπως π.χ. η δουλοξετίνη και η βουπροπιόνη.

     

    Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη διαταραχή μειωμένης σεξουαλικής επιθυμίας, καθώς και οποιαδήποτε άλλη σεξουαλική δυσλειτουργία, επικοινωνήστε άμεσα με τον έμπειρο Χειρουργό Ουρολόγο-Ανδρολόγο Δρ. Ιωάννη Ζούμπο.

    ΚΑΛΕΣΤΕ ΜΑΣ
    ΚΛΕΙΣΤΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ