Η μετάδοση μικροβιακών στελεχών μέσω της ουρήθρας είναι δυνατόν να προκαλέσει φλεγμονή της ουρήθρας, που καλείται ουρηθρίτιδα ή – παλαιότερα - βλεννόρροια/λευκόρροια. Χαρακτηριστικά συμπτώματα αυτής της κατάστασης είναι η εμφάνιση εκκρίματος από την ουρήθρα, συνήθως κίτρινου βλεννοπυώδους ή διαυγούς κολλώδους, που συνοδεύεται από συχνουρία και πόνο ή κάψιμο κατά την ούρηση. Τα μικρόβια που συνήθως ενέχονται είναι τα: Neisseria gonnorhoeae (γονόκοκκος), Chlamydia trachomatis (χλαμύδια τραχώματος), ureaplasma urealyticum (ουρεάπλασμα), στελέχη mycoplasma (μυκόπλασμα) και το μικρόβιο trichomonas vaginalis (τριχομονάδα). Η διάγνωση τίθεται από την κλινική εικόνα και ειδικές μικροβιολογικές εξετάσεις στο ουρηθρικό έκκριμα, το αρχικό δείγμα ούρησης ή το σπέρμα. Η θεραπεία πρέπει να ξεκινά άμεσα και συνίσταται στη χορήγηση κατάλληλων αντιβιοτικών για διάστημα 1-2 εβδομάδων ή και περισσότερο. Συνιστάται έλεγχος και ενδεχομένως θεραπεία και της σεξουαλικής συντρόφου. Κορυφή
Επιδιδυμίτιδα
Πρόκειται για κατάσταση που συνήθως επιπλέκει μια προηγηθείσα ουρηθρίτιδα ή προστατίτιδα κατά συνέχεια ιστού. Συνίσταται σε προσβολή της επιδιδυμίδας, οργάνου που βρίσκεται πίσω από τον όρχη, και συνηθέστατα και του όρχη. Τα συμπτώματα είναι συνήθως έντονα και περιλαμβάνουν έντονο πόνο και οίδημα (πρήξιμο) του ενός όρχη, υψηλό πυρετό με ρίγος και συχνουρία ή δυσχέρεια στην ούρηση. Εκτός από τα μικρόβια που αναφέρθηκαν στην ουρηθρίτιδα, στην αιτιολογία της επιδιδυμίτιδας θα πρέπει να προστεθούν και εντεροβακτηριακά στελέχη, όπως τα: Escherichia coli (κολοβακτήριο), Enterococcus (εντερόκοκκος) κ.α. Τα εντεροβακτηριακά μικροβιακά στελέχη είναι μικρόβια της χλωρίδας του εντέρου και – ιδίως σε νέους άνδρες- είναι δυνατόν να μολύνουν το ουροποιητικό σύστημα κατά τη διείσδυση του πέους στον πρωκτό (πρωκτικό σεξ). Η θεραπεία απαιτεί αντιβίωση σε συνδυασμό με αντιφλεγμονώδη, ενίοτε και νοσηλεία για ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικών. Η έγκαιρη διάγνωση της επιδιδυμίτιδας και η αποτελεσματική θεραπεία της είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την αναπαραγωγική υγεία του άνδρα. Παραμελημένες ή πολύ έντονες φλεγμονές της επιδιδυμίδας είναι δυνατόν να φράξουν την εκφορητική οδό του σπέρματος προκαλώντας ολιγοσπερμία ή ακόμη και αζωοσπερμία. Κορυφή
Έρπης γεννητικών οργάνων
Οξυτενή κονδυλώματα
Μυκητιασική βαλανοποσθίτιδα
Σύφιλη
Οφείλεται στο treponema pallidum (ωχρά σπειροχαίτη) και είναι νόσος παλαιά. Σε ότι αφορά την Ευρώπη γνωρίζει έξαρση σποραδικά σε μεγάλες πόλεις και ιδίως στην Ανατολική Ευρώπη μετά από μακρά περίοδο όπου είχε σχεδόν εκλείψει. Χαρακτηριστικό της πρωτογενούς σύφιλης είναι η εμφάνιση ενός ανώδυνου, σκληρού έλκους στην περιοχή των γεννητικών οργάνων με συνοδό λεμφαδενοπάθεια. Μερικές εβδομάδες αργότερα αναπτύσσεται γενικευμένο συμμετρικό εξάνθημα και πυρετός. Αρκετά χρόνια μετά μπορούν να προσβληθούν το δέρμα, οστά, μύες, βλεννογόνοι, η καρδιά και το νευρικό σύστημα (τριτογενής σύφιλη). Να σημειωθεί ότι ένα άτομο μπορεί να είναι ασυμπτωματικό για αρκετό καιρό (έως και ένα έτος). Η διάγνωση τίθεται με κλινική εξέταση και ορολογικές εξετάσεις (VDRL, RPR, FTA-ABS, TP-PA κ.α). Η θεραπεία συνίσταται στην παρεντερική χορήγηση αντιβιοτικών (πενικιλίνη G)
Λοιμώδη νοσήματα
Με το σεξ το άτομο μπορεί να προσβληθεί από λοιμώδη νοσήματα, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσο-ανεπάρκειας (AIDS) και η ηπατίτιδα (Α και Β). Τα νοσήματα αυτά οφείλονται σε ιούς και θα πρέπει να ελέγχονται σε κάθε άτομο που προσέρχεται για έλεγχο ΣΜΝ. Ο έλεγχος γίνεται με ορολογική εξέταση του αίματος. Κορυφή
Μέτρα πρόληψης ΣΜΝ
Αποχή ή ελάττωση των ερωτικών συντρόφων
Άτομα που έχουν προσβληθεί από κάποιο ΣΜΝ και βρίσκονται υπό θεραπευτική αγωγή πρέπει να απέχουν από οποιασδήποτε μορφής σεξ (στοματικό, κολπικό, πρωκτικό) μέχρι να αποδειχθεί ότι θεραπεύτηκαν. Η εμπλοκή των ατόμων σε μακροχρόνιες, αμφότερα μονογαμικές σχέσεις αποτελεί σαφώς το ιδεώδες σενάριο για την πρόληψη των ΣΜΝ. Μια συζήτηση μεταξύ συντρόφων που ξεκινούν τη σεξουαλική τους σχέση σχετικά με το ιατρικό τους ιστορικό και πιθανόν ΣΜΝ πιστεύεται ότι μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη.
Εμβολιασμός
Αποτελεί την πλέον ασφαλή πρακτική πρόληψης ορισμένων ΣΜΝ. Για το ιό HPV κυκλοφορούν δύο εμβόλια που συνιστώνται σε κορίτσια 9-26 ετών πριν την έναρξη της σεξουαλικής τους ζωής. Τα εμβόλια αυτά στοχεύουν στην πρόληψη των προκαρκινικών και καρκινικών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας. Το διδύναμο (Cervarix) προστατεύει μόνο από τον καρκίνο, ενώ το τετραδύναμο (Gardasil) και από τα οξυτενή κονδυλώματα. Η συνιστώμενη ηλικία εμβολιασμού είναι τα 11-12 έτη , ενώ ενθαρρύνεται και ο όψιμος εμβολιασμός από τα 13-26 έτη, εφόσον βέβαια δεν έχει υπάρξει επαφή. Το τετραδύναμο εμβόλιο μπορεί να χορηγηθεί και σε αγόρια 9-26 ετών για την πρόληψη των κονδυλωμάτων.
Ο εμβολιασμός έναντι του ιού της ηπατίτιδας Β συνιστάται σε όλα τα άτομα που διερευνώνται για ΣΜΝ, εφόσον είναι ανεμβολίαστα. Ο εμβολιασμός έναντι της ηπατίτιδας Α και Β συνιστάται σε ομοφυλόφιλους άνδρες και σε άνδρες που έρχονται σε επαφή με χρήστριες ενδοφλεβίων ναρκωτικών. Τα εμβόλια αυτά είναι υποχρεωτικά σε άτομα προσβεβλημένα από τον ιό HIV, εφόσον δεν έχουν προσβληθεί από τον ιό της ηπατίτιδας.
Ανδρικό Προφυλακτικό
Τα προφυλακτικά latex είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην πρόληψη της μετάδοσης του ιού του AIDS. Επιπλέον, μελέτες απέδειξαν ότι το προφυλακτικό μπορεί να προστατέψει και από άλλα ΣΜΝ, όπως τα χλαμύδια, τη γονόρροια και τις τριχομονάδες. Φαίνεται επίσης ότι μπορεί να παράσχει πιο περιορισμένη προστασία έναντι του έρπητα των γεννητικών οργάνων, της σύφιλης και του λεμφοκοκκιώματος εφόσον η προσβεβλημένη περιοχή καλύπτεται. Η συστηματική και σωστή χρήση προφυλακτικού φαίνεται ότι μειώνει κατά περίπου 70% τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού HPV και των νοσημάτων που σχετίζονται με αυτό (κονδυλώματα, καρκίνος τραχήλου μήτρας). Φαίνεται επίσης ότι η συστηματική χρήση προφυλακτικού συμβάλλει καθοριστικά στην κάθαρση από κονδυλώματα και στην υποχώρηση προκαρκινικών βλαβών στον τράχηλο γυναικών. Προφυλακτικά επικαλυμμένα με σπερματοκτόνες ουσίες (Ν-9) δεν παρέχουν επιπλέον προστασία.
Άτομα με αλλεργία στο latex μπορούν να χρησιμοποιούν προφυλακτικά πολυουρεθάνης. Η σωστή χρήση του προφυλακτικού συνίσταται στη χρήση καινούριων τεμαχίων πριν κάθε πράξη, στο προσεκτικό άνοιγμα ώστε να μη σκιστεί, στη χρήση του πριν κάθε επαφή των γεννητικών οργάνων και με το πέος σε στύση, στη χρήση μόνο υδατοδιαλυτών λιπαντικών εφόσον χρειαστεί (K-Y jelly), έλεγχος να μην απομακρυνθεί ιδίως κατά την ολοκλήρωση της πράξης.
Γυναικείο προφυλακτικό
Προσφέρει ικανοποιητική αντισυλληπτική προστασία και μερική προστασία από τον ιό HIV και ΣΜΝ. Η χρήση του ενδείκνυται ιδιαίτερα σε ζευγάρια όπου ο άνδρας για διαφόρους λόγους δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει προφυλακτικό ή το χρησιμοποιεί λανθασμένα.
Κολπικά διαφράγματα (σπιράλ)
Δεν παρέχουν επαρκή προστασία έναντι των ΣΜΝ χωρίς συνοδευτικά μέτρα προστασίας. Ενέχονται στην πρόκληση υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων.
Κολπικά μικροβιοκτόνα και σπερματοκτόνα
Δεν έχουν αποτελέσματα στην πρόληψη μετάδοσης του ιού HIV και ΣΜΝ. Κάποια τοπικά αντιϊκά κολπικά gel (tenofovir) ίσως στο μέλλον βοηθήσουν στην πρόληψη της μετάδοσης του HIV. Κολπικές πλύσεις με αντισηπτικά διαλύματα μετά από ύποπτη επαφή δεν παρέχουν προστασία.
Περιτομή
Μελέτες έδειξαν ότι η εκτέλεση περιτομής μπορεί να μειώσει κατά 50%-60% τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού HIV σε χώρες της Αφρικής. Επίσης φάνηκε κάποια προστατευτική δράση έναντι των κονδυλωμάτων και του γεννητικού έρπητα. Ωστόσο, ανάλογα ευρήματα δεν διαπιστώθηκαν σε μελέτες που έγιναν σε ομοφυλόφιλους άνδρες. Προς το παρόν η σύσταση για προληπτική εκτέλεση περιτομής ισχύει σε ετεροφυλόφιλους άνδρες που κατοικούν σε χώρες με πολύ υψηλή συχνότητα AIDS και πτωχή πρόσβαση σε υπηρεσίες πρόληψης και θεραπείας.
Έλεγχος και συμβουλευτική συντρόφων
Είναι σημαντικό κάθε προσβεβλημένο άτομο με ΣΜΝ να ενημερώνει τους σεξουαλικούς συντρόφους που πιθανόν να έχουν εκτεθεί ώστε να ελέγχονται και να θεραπεύονται. Άτομα που έκτελούν θεραπείες πρέπει να επανελέγχονται μετά το τέλος της θεραπείας τους. Κατηγορίες υψηλού κινδύνου όπως χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών και ομοφυλόφιλοι άνδρες θα πρέπει να παρακολουθούνται στενότερα για ΣΜΝ όχι μόνο με εξετάσεις ούρων και σπέρματος/κολπικού υγρού, αλλά και με έλεγχο της ορθοπρωκτικής χώρας και του στοματοφάρυγγα με χρήση και τεστ PCR.